- ενυπτιάζω
- ἐνυπτιάζω (Α)1. πλαγιάζω ανάσκελα κάτι ή κάποιον σε κάτι («ἐνυπτιάζων ἑαυτὸν τῆ γῆ», Φιλόστρ.)2. υπερηφανεύομαι, επαίρομαι για κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐνυπτιάζοντα — ἐνυπτιάζω throw back upon pres part act neut nom/voc/acc pl ἐνυπτιάζω throw back upon pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνυπτιάζων — ἐνυπτιάζω throw back upon pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)